Η Νέα Βύσσα είναι ένα χωριό της Θράκης, του Νομού Έβρου, της επαρχίας Ορεστιάδος. Βρίσκεται στο βορειοανατολικότερο σημείο το νομού Έβρου, 8 χιλιόμετρα νότια από την Αδριανούπολη και 9 χιλιόμετρα βόρεια από την Ορεστιάδα.
Το παλιό χωριό το Μποσνοχώρι, έμεινε στο τουρκικό έδαφος, ένα χιλιόμετρο μέσα από τα σύνορα που χαράχτηκαν ύστερα από την παραχώρηση του τριγώνου του Κάραγατς στους τούρκους, με τη συνθήκη της Λωζάνης, το 1923.
Οι κάτοικοι του Μποσνοχωρίου μετακινήθηκαν πέντε χιλιόμετρα νοτιότερα, όπου πριν τη μετακίνηση υπήρχε εκεί το τουρκικό χωριό Αχίρκιοϊ.
Το Νοέμβριο του 2008 κατέγραψα μνήμες του Γιαννάκου Μυλωνά, από τη μετακίνηση του χωριού κατά τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 1923.
Ο Γιαννάκος Μυλωνάς γεννήθηκε στο Μποσνοχώρι το 1915. Σήμερα μας βλέπει από τους Ουρανούς.
Απόσπασμα από τις μνήμες του Γιαννάκου Μυλωνά παραθέτω παρακάτω.
(Μέσα σε παρένθεση ακολουθεί η μετάφραση της ντοπιολαλιάς)
Κόσμους αρχίμσι να μαζών τα πράματατ. Τι πήραν- πήραν. Να, τα έπιπλα μέσα στου σπίτ, τα ρούχατς, ξέρου γω αυτά. Μι ταμάξ τάφιραν ιδώ. Ούλ, ένας πίσ απ’τουν άλλουν, δρόμους γιμάτους. Συνέχεια κάθι μέρα. Είκουσ μέρις ήταν, ένας μήνας, δα σι γιαλάσου. Έπιαναν ένα μέρους ιδώ, τα κατέβαζαν τα πράματατς, πάϊζαν έφιρναν άλλα. (Ο κόσμος άρχισε να μαζεύει τα πράγματά του. Πήραν ότι μπορούσαν. Τα έπιπλα του σπιτιού, το ρουχισμό τους, και ότι άλλο μπορούσαν να μεταφέρουν. Με τα κάρα τα έφερναν εδώ. Όλοι, ο ένας πίσω από τον άλλον, ο δρόμος ήταν γεμάτος συνεχώς. Είκοσι μέρες κράτησε αυτό; Ένα μήνα; Δε θυμάμαι καλά. Έπιαναν ένα μέρος εδώ, κατέβαζαν τα πράγματά τους, πήγαιναν πάλι πίσω, έφερναν άλλα).
Ύστιρα, ήταν ένα μέρους, χα ρ γκ λ΄ τόλιαν, τουρκικιά λέξ είνι. Ήταν στου Γίνουγλου. Είχι σάζ, μπόλκου. Πάϊζαν χουριανοί ούλ. Έκουφταν σάζ κέκαμναν απου κανένα τσιαρμάν να χουθούν μέσα, να μη βρέχουντι. Ξύλα ήταν. (Ύστερα πήγαιναν σε ένα μέρος, χαργκιλί το λέγαν, τουρκική λέξη είναι. Ήταν κοντά στο χωριό Οινόη. Εκεί είχε πολύ σάζι (είδος χόρτου). Έκοβαν σάζια και έκαμναν ένα τσιαρμάν (είδος καλύβας) να μπαίνουν μέσα για να προστατεύονται από τη βροχή. Τα σάζια τα έβαζαν σαν στέγη σε πρόχειρες ξύλινες κατασκευές).
Ύστιρα, σταμάτσαν-σταμάτσαν απουλές, αρχίμσι, Σεπτέμβριος, να γυρνάει κιρός. Σι λέει δεν είνι για να πάμι πίσ, στο χουριό. Ούλ για να πάν πίσ ήθιλναν. Αρχίμσαν να κουβαλιούντι ιδώ μέσα. Μπρουστά ήταν όξου, κουντά-κουντά στου παλιό του χουριό. Ύστιρα, όταν ίδιαν ότι δε δα πάμι, ξικίνσαν, ήρταν μέσα ιδώ, μέσα στου χουριό. Όποιους πήρι τουρκικό σπίτ, πήρι. Έκαμαμι αλλαγή για. Τουρκαλάδις πήραν τα δικά μας τα σπίτια, μείς πήραμι κείεινους. Κι τί άφσαν. Άφσαν κανένα βρώμκου καλύβ, μι τα σάζια. (Ύστερα, αφού περίμεναν μήπως γυρίσουν πίσω, και αφού άρχισε να αλλάζει ο καιρός, διότι ήταν Σεπτέμβριος, κατάλαβαν ότι δεν πρόκειται να γυρίσουν πίσω στο χωριό τους. Όλοι ήθελαν και περίμεναν ότι κάτι θα αλλάξει και θα γυρίσουν. Έτσι άρχισαν να κουβαλούν τα πράγματά τους μέσα στο τουρκικό το χωριό. Πριν ήταν έξω από το τουρκικό χωριό, κοντά στο δικό τους χωριό. Κάποιοι, όσοι πρόλαβαν πήραν τουρκικά σπίτια. Οι τούρκοι πήραν τα δικά μας σπίτια, εμείς πηραμε τα δικά τους. Κάναμε ανταλλαγή. Αλλά τα δικά τους σπίτια ήταν κάτι βρώμικα καλύβια με σάζια).
Τουρκαλάδις πάϊζαν κατ’ ευθείαν μέσα στου σπίτ. Σπίτια μπόλκα. Δικοί μας ποιοι ήρταν μπρουστά, έπιασαν τουρκικά σπίτια, χώθκαν μέσα. Καλύβια βρέ, μι σάζια παλιά. Αλλά μεις που δεν είχαμι, αναγκάσκαμι να κόψουμι ξύλα, τσιατάλια, να κάϊμι ένα καλύβ, να χουθούμι μέσα. Τα πράματα χουριστά, άλλ καλύβα. Έκαμνις μια καλύβα μι τσίτ. Ύστιρα έκαμνις μια λάσπ, κείν του τσίτ του σουβάντιζις. Αλλιώς μόν μι του τσίτ, χειμώνας, κρύου κάμ. (Οι τούρκοι όλοι βολεύτηκαν στα δικά μας τα σπίτια γιατί ήταν πολλά. Οι δικοί μας, όσοι πρόλαβαν έπιασαν τουρκικά σπίτια. Βολεύτηκαν έστω και σ’αυτά τα καλύβια με τα σάζια. Οι άλλοι αναγκάστηκαν να κόψουν ξύλα με διχάλες στην άκρη, να κάνουν ένα καλύβι, να βολευτούν. Για τα ζώα έκαμναν άλλη καλύβα. Την καλύβα την έπλεκαν γύρω-γύρω με βέργες (τσίτ). Ύστερα το σουβάντιζαν με λάσπη για να προφυλάγονται από το κρύο).
Σι’αυτές τις καλύβις έκαμαμι πιρσόν κιρό, δυό κι τρία χρόνια. Ύστιρα, αρχίμσι κόσμους, σιγά-σιγά, να κάμ κανένα σπιτούθ μι κυρπίτσια κι κεραμίδια. Έκαμναν, τι έκαμναν, έκαμναν κανένα κάτ σπίτ. Κείν που είχαν δύναμη, παράδις, έκαμναν καλά σπίτια. Κείνους που δεν είχι δύναμη, πάλι μι τα σάζια. (Σ’ αυτές τις καλύβες περάσαμε πολύ καιρό. Δύο και τρία χρόνια. Ύστερα ο κόσμος άρχισε σιγά-σιγά να χτίζει από κανένα μικρό σπιτάκι με πλίνθους και κεραμίδια. Όλοι προσπαθούσαν να βρουν κάποιο τρόπο να φτιάξουν κάτι ίσα-ίσα να βολευτούν).
Τουν καρπό, απ’ τα χουράφια που ήταν από δόθι μιριά, τουν πήραν. Χουράφια είχαν κι’απ΄του πουτάμ, απου κείθι. Είχαν αμπέλια. Ήταν του χαντ΄μα. Τώρα απού κεί, δα σι γιαλάσου. Παπούζουμ Ντίμουγλους είχι αμπέλ, πιρσό. Είχι κάδουδις, βουτσιά, τα γιόμιζι. Αλλά δέ θυμούμι να φέρ κρασί. Άλλα, αλεύρα, στιάρια, τάφιραν. Κείν που είχαν αμπάρια μι ταμπάρια. Κείν που δεν είχαν αμπάρ, ήταν κατ καλάθις, τις αγόραζαν απ’ τις κατσιβέλ. Κείν του χρόνου ότι έβγαλαν απ’τα παλιά τα χουράφια, μ’αυτά πέρασαν.(Τον καρπό από τα χωράφια που ήταν δυτικά του ποταμού Έβρου τον μετέφεραν. Χωράφια είχαν και από την άλλη πλευρά του ποταμού. Είχαν αμπέλια. Την περιοχή την έλεγαν χαντ΄μα. Τώρα από εκεί, δε θυμάμαι. Ο παππούς μου είχε αμπέλι μεγάλο εκεί. Είχε κάδους, βαρέλια, τα γέμιζε. Αλλά δε θυμάμαι να φέρει κρασί. Άλλα, αλεύρι, σιτάρια, τα έφεραν. Όσοι είχαν αμπάρια, τα έφεραν με τα αμπάρια. Όσοι δεν είχαν, τα έφεραν με κάτι μεγάλα καλάθια που τα αγόραζαν από τσιγγάνους. Εκείνο το χρόνο, πέρασαν μ’ αυτά που έφεραν από τα παλιά τα χωράφια τους).
Ύστιρα την άλλ τη χρουνιά, αρχίμσαν να μας δίνουν χουράφια. Τα χουράφια τάδουναν απού δώ, απ’ την κοινότητα. Προϊδουρους τάδουνι. Κείν που είχαν ιδιοκτησίες, απ’ του παλιό του χουριό, έπιρναν κι’ αυτοί, όσα χουράφια έπιρναν κι γιάλ, που τα χουράφιατς απόγκαν μέσα. Σι λέει αυτά που έχω είνι δικάμ. Απ’ τάλλα, όσα δα πάρς σύ, δα πάρου κι γώ. Κείνους έπιρνι κατό ντουλούμια χουράφ, συ έπιρνις εικοσπέντι.(Την άλλη χρονιά, άρχισαν να μας δίνουν χωράφια. Τα χωράφια τα έδινε ο πρόεδρος της κοινότητας. Εκείνοι που είχαν χωράφια που έμειναν στο ελληνικό έδαφος, έπαιρναν κι’ αυτοί όσα χωράφια έπαιρναν και οι άλλοι που τα χωράφια τους έμειναν στο τουρκικό έδαφος. Αυτοί υποστήριζαν ότι τα παλιά χωράφια ήταν ιδιοκτησίες τους. Από τα άλλα τα καινούργια, δικαιούμαι όσα και εσείς. Έτσι κάποιοι βρισκόταν με εκατό στρέμματα χωράφια και κάποιοι με εικοσιπέντε).
Ύστιρα άμα ανάλαβι Βενιζέλους, πέρασαν χρόνια, του τρανταδυό, είπι να ταχτουποιείσ τις αγρότ να έχουν ούλ γής, να βγάζουν ψουμί. Γιατί μιρικοί έχουν πιρσά χουράφια, μιρικοί δεν έχουν καθόλου. Τότι άμα είχις τριάντα ντουλούμια κι δικιούσαν ένα κλήρου τριάντα ντουλούμια, μι κείν τα χουράφια απόνισκις. Τάλλα τα δημόσια τάπιρναν. Τις τσιουρμπατζήδις που είχαν πιρσά χουράφια, δεν τις ίρτι καλά τότι. Σι λέει τι ίγκι τώρα; Ούλ ένα ίγκαμι; (Ύστερα όταν ανέλαβε ο Βενιζέλος, μετά από χρόνια, το 1932, αποφάσισε να ταχτοποιήσει τους αγρότες, να δώσει σε όλους χωράφια, να μπορούν βγάζουν όλοι το ψωμί τους. Γιατί μερικοί είχαν πολλά χωράφια, μερικοί δεν είχαν καθόλου. Τότε όποιος δικαιούνταν ένα κλήρο τριάντα στρεμμάτων και είχε ήδη τριάντα στρέμματα δικά του, δεν έπαιρνε άλλα δημόσια. Αυτούς που είχαν τότε πολλά χωράφια, τους κακοφάνηκε. Τι έγινε τώρα; έλεγαν. Όλοι ένα γίναμε;)
Τα χουράφια τότι ήταν αντάδις. Αλλά είχι κι παστρικά. Σ’έδινι κί αντά κί παστρικά. Αν δικιούσαν τριάντα ντουλούμια χουράφ, τα δέκα στάδινι αντά, τάλλα παστρικά. Ύστιρα τουν αντά τουν ξύλουναμι. (Τα χωράφια τότε ήταν δάση. Αλλά υπήρχαν και καθαρά. Μας έδιναν και δάσος και καθαρά. Όποιος δικαιούταν τριάντα στρέμματα, τα δέκα τα έπαιρνε σε δάσος, τα είκοσι καθαρά. Ύστερα ξηλώναμε το δάσος και το μετατρέπαμε σε χωράφια.
Δασκάλ ήταν τότι, Μπόκαλης, Φώτης κι του Μπόκαλη αδιρφή. Την έκτ κι την πέμπτ, τη διάβαζι Μπόκαλης. Την Τρίτ κι την τετάρτ τη διάβαζι αδιρφήτ. Φώτης διάβαζι την πρώτ κι τη Δευτέρα. Γω πήγα μέχρι την τετάρτ στου σκουλιό. Τετάρτ άμα, του χριστού πάϊζαμι σκουλιό, την άνοιξη έχιβγαμι. Τι γράμματα δα μάθς; Τρείς μήνις σκουλιό πάϊζαμι. Βουσκούσαμι πράματα, δεν πάϊζαμι σκουλιό.(Δασκάλους είχαμε τότε τον Μπόκαλη, το Φώτη και του Μπόκαλη την αδελφή. Την Έκτη και την Πέμπτη τάξη την είχε ο Μπόκαλης, την Τρίτη και την Τετάρτη η αδελφή του. Ο Φώτης είχε την Πρώτη και τη Δευτέρα. Εγώ πήγα στο Σχολείο μέχρι την Τετάρτη τάξη. Τετάρτη τάξη, αλλά τα Χριστούγεννα πηγαίναμε σχολείο, την άνοιξη φεύγαμε. Τι γράμματα θα μάθουμε; Τρεις μήνες πηγαίναμε στο σχολείο. Βοσκούσαμε τα ζώα, δεν πηγαίναμε στο σχολείο).
Ούλου του χουριό κουβαλούσι νιαρό, απ’ τουν τσιουσμέ στην αρχή. Πηγάδια ίγκαν του 31, του 32, του 35, στου μπαϊρ. Στουν ουβά στην αρχή είχαμι ένα λάκκου. Έπιναμι νερό απού κεί. (Όλο το χωριό κουβαλούσε νερό από μια βρύση που υπήρχε έξω από το χωριό. Στο επάνω χωριό έγιναν πηγάδια το 1931, το 1932, το 1935. Στο κάτω χωριό στην αρχή είχαμε ένα λάκκο. Από εκεί πίναμε νερό).
Τα πηγάδια τ’άνοιει μάστουρις, πηγαδάς. Τ’άνοιαν μι τουν κασμά. Αυτοί που έσκαβαν τις κατέβαζαν μι του τσικρίκ κάτ. Ένας κουβάς τρανός ήταν, κάθουνταν μέσα τουν κατέβαζαν. Ύστιρα έσκαφτι, τουν κουβά τουν γιόμιζι χώμα, αρχίνιβι του τσικρίκ, τόβγαζαν. Ζόρκ δουλειά. Άμα έφταναν στου νιαρό, αρχίνιβαν να βάζουν καλούπια. Λαμαρίνα γύρου-γύρου, απ΄τη λαμαρίνα γύρου έβαζαν τσιμέντου. Στέγνουνι καμπόσου, τραβούσαν τη λαμαρίνα απάν, άλλου τσιμέντου. Τα πηγάδια ήταν δημόσια. Ύστιρα αρχίμσαν να κάμουν μαχαλάδις (Τα πηγάδια τα άνοιγε μάστορας, πηγαδάς. Τα άνοιγαν με τον κασμά. Αυτούς που έσκαβαν τους κατέβαζαν με το τσικρίκ (βαρούλκο). Είχαν έναν κουβά μεγάλο, με τον οποίο τους κατέβαζαν. Αυτοί έσκαβαν, γέμιζαν τον κουβά με χώμα και το έβγαζαν με το τσικρίκ. Δύσκολη δουλειά. Όταν έφταναν στο νερό, άρχιζαν να βάζουν καλούπια. Λαμαρίνα γύρω-γύρω, και γύρω από τη λαμαρίνα, τσιμέντο. Όταν στέγνωνε λίγο το τσιμέντο, τραβούσαν τη λαμαρίνα επάνω και έριχναν άλλο τσιμέντο. Τα πρώτα πηγάδια ήταν δημόσια. Ύστερα άρχισαν να κάνουν πηγάδια οι γειτονιές).
Τα παραπάνω γεγονότα είναι βγαλμένα από τα δικά του βιώματα και γράφτηκαν, όπως ακριβώς ειπώθηκαν από τον ίδιο, με τη δική του γλώσσα, με ένα βαθύ στοχασμό, με μια ιερή ενατένιση στο παρελθόν.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΜΑΡΑΣΛΗΣ
εικόνα από http://adrianou125.blogspot.gr/2012/11/blog-post_24.html
Κύριε Μαρασλή σας ευχαριστούμε για την πολύτιμη μαρτυρία σας και ιδίως για την διατήρηση του ιδιώματος του πληροφορητή σας.
Θα θέλαμε να μοιραστούμε μαζί σας την πληροφορία ότι το ιστορικό «Οριάν Εξπρές» στάθμευε στο Μποσνοχώρι (Νέα Βύσσα) πριν τερματίσει τη διαδρομή του στην Κωνσταντινούπολη!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!