Οι Γερμανοί και ο μικρός Θοδωρής

Ένα χειμωνιάτικο πρωινό στο χωριό μου, πριν από αρκετά χρόνια, έπινα καφέ με τον παππού μου τον Παναγιώτη και τη γιαγιά μου τη Μαρία.

Το κρύο θυμάμαι ήταν τσουχτερό και το χιόνι είχε σκεπάσει την αυλή του σπιτιού. Είχε ξεπεράσει το μισό μέτρο. Πρωί – πρωί η γιαγιά μου είχε ανοίξει έναν διάδρομο στην αυλή που οδηγούσε στην αυλόπορτα. Ενώ απολαμβάναμε τον καφέ μας και η ξυλόσομπα άναβε συνέχεια, αρχίσαμε να λέμε διάφορες ιστορίες από το παρελθόν, από τα χρόνια της προσφυγιάς, του Β’ παγκοσμίου πολέμου, από τα «περασμένα χρόνια» όπως συνήθιζε να λέει η γιαγιά μου.
Για μένα αυτές οι στιγμές ήταν «ιερές» και με μεγάλο ενδιαφέρον άκουγα πάντα τα όσα μου διηγούνταν με απλοϊκά λόγια από μικρό κοριτσάκι.
Η γιαγιά μου αναπολεί και θυμάται… 1942… γερμανική κατοχή…
Νέα κοπέλα τότε γύρω στα 22 με 23 ετών και με δύο παιδιά, το θείο μου Αναστάση και τον πατέρα μου Θεόδωρο που τότε ήταν περίπου ενός έτους. Ήταν ένα όμορφο, στρουμπουλό αγοράκι με γαλανά μάτια και κατάξανθα μαλλιά, σαν Γερμανάκι.
Ο παππούς μου ήταν φαντάρος τότε (τραυματιοφορέας) στην Κρήτη για δύο περίπου χρόνια. Εκείνη την περίοδο έφιπποι Γερμανοί περιφέρονταν στο χωριό και μερικές φορές έμπαιναν στα σπίτια απροειδοποίητα κι έτρωγαν από το φαγητό που μαγείρευαν οι νοικοκυρές. Μια μέρα, καθώς η γιαγιά μου θήλαζε τον πατέρα μου, είδε τέσσερις Γερμανούς να μπαίνουν στην αυλή με τ’ άλογά τους. Έντρομη κρατούσε στην αγκαλιά της τον πατέρα μου και σφιχτά από το χέρι το θείο μου Αναστάση. (Αργότερα απέκτησε και τρία κορίτσια)
Τι ήθελαν; Γιατί ήρθαν τόσοι Γερμανοί στο σπίτι; Διάφορες κακές σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της. Πώς να προστατέψει τα παιδιά της και τον εαυτό της;
Οι Γερμανοί κάτι έλεγαν αρχικά μεταξύ τους και μετά απευθύνθηκαν στη γιαγιά μου, αλλά αυτή δυστυχώς δεν καταλάβαινε ούτε λέξη. Τις μόνες λέξεις που θυμόταν η γιαγιά μου να λένε ήταν «γκουτ, γκουτ» (gut=καλό).
Ένας μάλιστα έβγαλε από την τσέπη του μια οικογενειακή φωτογραφία και της έδειχνε τα παιδιά του που ήταν στη Γερμανία. Ξαφνικά της «άρπαξαν» το μικρό Θοδωρή από την αγκαλιά της, ανέβηκαν στ’ άλογα κι έγιναν άφαντοι. Έτρεξε πίσω τους φωνάζοντας και κλαίγοντας. Δεν τη χωρούσε ο τόπος. Πίστευε πως της απήγαγαν το παιδί της. Ήταν απαρηγόρητη…
Μετά από δύο περίπου ώρες άκουσε χλιμιντρίσματα αλόγων. Οι Γερμανοί είχαν επιστρέψει με το μικρό Θοδωρή. Τον πετούσαν από αγκαλιά σε αγκαλιά και τον χαίρονταν. Μετά τον έδωσαν στη γιαγιά μου. «Γκουτ, γκουτ» έλεγαν συνέχεια.
Μάλλον, σκέφτηκε η γιαγιά εκ των υστέρων, θα νοστάλγησαν οι Γερμανοί στρατιώτες τα δικά τους παιδιά, γι’ αυτό χάρηκαν το ξανθούλη Θοδωρή που θύμιζε ίσως πολύ τα δικά τους παιδιά.
Μετά από εικοσιπέντε περίπου χρόνια, αυτό το ξανθό αγοράκι έφυγε μετανάστης στη Γερμανία…
Μαρτυρία Μαρίας Θ. Οδατζίδου
Advertisement

About asimantiellada

Ιστορίες & αφηγήσεις από το παρελθόν

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: