Τα θεατρικά «μπουλούκια» όπως τα έζησα

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

Η Ελλάδα της αρχαιότητας, μητέρα του παγκόσμιου πολιτισμού, γέννησε μεταξύ των άλλων και το θέατρο με τους γνωστούς σε όλους μας και διαχρονικούς Σοφοκλή, Αισχύλο, Ευριπίδη, Αριστοφάνη κλπ.

Στη νεότερη Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα είχαν μεγάλη άνθηση τα λεγόμενα θεατρικά μπουλούκια τα οποία μετέφεραν και διέδωσαν την τέχνη του θεάτρου σε κάθε απόμακρη γωνιά της ελληνικής επαρχίας.

Μπουλούκια (από την τουρκική λέξη bolϋk) ονομάστηκαν οι πρόχειροι, περιφερόμενοι θίασοι που η δράση τους φτάνει μέχρι το 1960, όταν και αντικαταστάθηκαν από τον λαϊκό ελληνικό κινηματογράφο, που γνώρισε τότε μεγάλη άνθηση.

Με  ελάχιστα μέσα, πρόχειρα σκηνικά, φτωχικά κοστούμια, αλλά με πολύ μεράκι και πολλές φορές με αρκετό υποκριτικό ταλέντο, οι μπουλουκτσήδες περιφέρονταν σε κωμοπόλεις και χωριά της επαρχιακής Ελλάδας, προσφέροντας διασκέδαση αλλά  και αναζητώντας έτσι την επιβίωσή τους. Ταξίδευαν στην τρίτη θέση των τρένων, με λεωφορεία της εποχής και μερικές φορές με μισθωμένα μικρά φορτηγά. Έπαιζαν σε καφενεία, αποθήκες, πλατείες, σχολεία ή και σε τσαντήρια ακόμη που οι ίδιοι έστηναν. Σε κάποιες περιπτώσεις οι ηθοποιοί των περιφερόμενων αυτών θιάσων ήσαν μέλη μιας, δυο ή και τριών οικογενειών. (γονείς, παιδιά κλπ)

Το πέρασμά τους από την ελληνική επαρχία γινόταν – κατά κανόνα – αποδεκτό με ευχαρίστηση από τους τοπικούς πληθυσμούς. Υπήρξαν ωστόσο μερικές περιπτώσεις που η παρουσία και το θέαμα των μπουλουκιών θεωρήθηκαν πρόκληση για τα χρηστά ήθη κλειστών, απόμακρων οικισμών με αποτέλεσμα να σημειωθούν αντιδράσεις και προπηλακισμοί σε βάρος των  μπουλουκτσήδων.

Για την ιστορία αναφέρεται ότι μέλη μπουλουκιών υπήρξαν αρκετοί γνωστοί και δημοφιλείς ηθοποιοί της νεότερης Ελλάδας όπως η Σπεράντζα Βρανά, ο Μίμης Φωτόπουλος, ο Κώστας Χατζηχρήστος και άλλοι.

Προσωπικά, γνώρισα τα μπουλούκια στα τέλη της δεκαετίας του 50, στον τόπο καταγωγής μου στο χωριό Πολύσιτος Ξάνθης. Ήταν τότε ο Πολύσιτος ένας αγροτικός προσφυγικός οικισμός με ιστορία 35 μόνο ετών (ιδρύθηκε το 1923) που αριθμούσε 1200 περίπου ψυχές. Οι κάτοικοί του όμως ήταν προοδευτικοί και είχαν ιδιαίτερη αγάπη για τα πολιτιστικά δρώμενα της εποχής. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι, ήδη από το 1954, νέοι και νέες του χωριού ανέβαζαν αξιόλογες θεατρικές παραστάσεις παρά την έλλειψη πόρων και άλλων μέσων.

Όπως θυμάμαι τους θερινούς μήνες των ετών 1958, 1959 και 1960 κατέφθανε στο χωριό, με φορτηγό της εποχής ο θίασος Λαζάρου Ασλανίδη, που είχε ως αφετηρία των εξορμήσεών του τη Θεσσαλονίκη. Με προσωπική τους φροντίδα τα μέλη του μπουλουκιού αυτού, έστηναν στο ευρύχωρο προαύλιο του Δημοτικού μας Σχολείου ένα μεγάλο, λευκού χρώματος τσαντήρι. Εκεί διαμόρφωναν σκηνή και παρασκήνια και τοποθετούσαν μερικές πτυσσόμενες καρέκλες για τους θεατές. Επειδή δεν υπήρχε τότε ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό, χρησιμοποιούσαν για φωτισμό ένα μεγάλο λουξ στον εσωτερικό χώρο και μια μικρή γεννήτρια στον εξωτερικό. Στο ίδιο τσαντήρι διανυκτέρευαν όλα τα μέλη του θιάσου και εκεί σιτίζονταν μαγειρεύοντας πρόχειρα.

Η άφιξη του μπουλουκιού αποτελούσε τότε σημαντικό γεγονός για τους φιλοθεάμονες κατοίκους του Πολυσίτου. Παρά την ολοήμερη απασχόλησή τους στις αγροτικές εργασίες, κάθε βράδυ έσπευδαν με ενθουσιασμό να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις. Μάλιστα επειδή δεν επαρκούσαν οι καρέκλες του «θεάτρου» πολλοί χωριανοί έφερναν μαζί τους το δικό τους κάθισμα. Ήταν τόσο μαζική η προσέλευση των Πολυσιτιανών στο θέατρο ώστε ανάγκαζαν το θίασο να παραμείνει στο χωριό για έξι-επτά ημέρες κάθε φορά αντί των τριών-τεσσάρων που προγραμμάτιζε.

Το αντίτιμο του εισιτηρίου ήταν θυμάμαι 5 δραχμές για τους μεγάλους και 2 δραχμές για τα παιδιά. Ωστόσο σε πολλές περιπτώσεις γινόταν δεκτά, αντί χρημάτων, και προϊόντα όπως αυγά, φρούτα, λαχανικά κ.λ.π.

Ο θίασος ανέβαζε καθημερινά και διαφορετικό έργο, το οποίο σχεδόν πάντα συνοδευόταν από μικρή κωμωδία ή από κάποιο πρόχειρο σκέτς όπου οι ηθοποιοί έπαιζαν χωρίς κείμενο, αλλά με σπαρταριστές αυτοσχέδιες ατάκες, πολύ μεράκι και αρκετό μπρίο. Υπήρχε και κάποιο μέλος του θιάσου που έκανε τους προλόγους και τις συνδέσεις των έργων. Ήταν ο λεγόμενος κομφερασιέ ή κομπέρ και πάντοτε είχε ξεχωριστό ενδιαφέρον η εμφάνισή του.

Πριν από την έναρξη της παράστασης, αλλά και στο διάλειμμα, ένας από τους ηθοποιούς, προφανώς όχι τόσο σημαντικός, περνούσε ανάμεσα στους θεατές και πωλούσε μέσα σ’ έναν «κουβά» γκαζόζες, πορτοκαλάδες, λεμονάδες και μπυράλ. Στον «κουβά» υπήρχε παγωμένο νερό από την τουλούμπα της αυλής του σχολείου μας. Προσωπικά προτιμούσα σχεδόν πάντα το μπυράλ που ήταν τότε, τις  πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, κάτι σαν τη σημερινή κόκα κόλα. Ένα σκουρόχρωμο ελληνικό αναψυκτικό με ευχάριστη γλυκιά γεύση. Αν δεν κάνω λάθος περιείχε ζάχαρη και εκχύλισμα χαρουπιού.

Τα θεατρικά έργα που παίζονταν τότε ήταν από το σχεδόν πανομοιότυπο ρεπερτόριο όλων των περιφερόμενων θιάσων, δηλαδή των μπουλουκιών. Έτσι είδαμε, θυμάμαι, γνωστά και ιδιαίτερα δημοφιλή κωμειδύλλια της εποχής όπως «Η Γκόλφω», «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας», «Εσμέ η τουρκοπούλα» και άλλα. Είδαμε ακόμη τα επίσης δημοφιλή κλασσικά μελοδράματα όπως «Η ωραία του Πέραν», «Η Γενοβέφα», «Αι δυο ορφαναί», «Ο κουρσάρος», «Η Κασσιανή» κ.λ.π.

Όπως σε όλους σχεδόν τους θιάσους των μπουλουκιών έτσι και σε αυτόν του Λαζάρου Ασλανίδη, οι ηθοποιοί αποτελούσαν μέλη δύο οικογενειών και συμπληρωματικά υπήρχαν μερικά ακόμη άτομα. Τους ρόλους της ηρωίδας – πρωταγωνίστριας σε κάθε έργο, υποδυόταν θυμάμαι, μια αρκετά όμορφη και ταλαντούχα νεαρή ηθοποιός που τη έλεγαν Τούλα (αγνώστων λοιπών στοιχείων). Τους ρόλους του ζεν πρεμιέ πρωταγωνιστή υποδυόταν -κατά κανόνα- ένας νεαρός άνδρας που λεγόταν Κώστας Κωνσταντινίδης. Λίγα χρόνια αργότερα και πιο συγκεκριμένα στη δεκαετία του ’70, ο ηθοποιός αυτός έγινε μέλος του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (ΚΘΒΕ) και είχε μια αξιόλογη καριέρα.

Στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης το 1974, είχα την τύχη να παρακολουθήσω την ταινία του Τάσου Ψαρρά «Δι’ ασήμαντον αφορμήν» η οποία μάλιστα απέσπασε και κάποια βραβεία. Με έκπληξη αλλά και ιδιαίτερη χαρά, διαπίστωσα τότε ότι στη συγκεκριμένη ταινία είχαν κάποιους δευτερεύοντες ρόλους ο θιασάρχης Λάζαρος Ασλανίδης, αλλά και ο προαναφερόμενος ηθοποιός Κώστας Κωνσταντινίδης. Οι δύο αυτοί ηθοποιοί (τέως μπουλουκτσήδες) αργότερα -και συγκεκριμένα το 1986- πήραν μέρος και σε μια ακόμη ταινία του σκηνοθέτη Τάσου Ψαρρά, στο περίφημο «Καραβάν Σαράι».

Έτσι, με λίγα λόγια, έζησα και γνώρισα το μπουλούκι που πέρασε από το χωριό μου, τον Πολύσιτο στα τέλη της δεκαετίας του 50 και πρέπει να τονίσω ότι οι κάτοικοι της μικρής κοινωνίας του σε καμία περίπτωση δεν εκδήλωσαν κάποιας μορφής προκατάληψη ή απαξίωση σε βάρος των μπουλουκτσήδων  όπως δυστυχώς συνέβη μερικές φορές σ’ άλλα μέρη της χώρας.

Στο τέλος της αφήγησης αυτής της εμπειρίας μου με τα θεατρικά μπουλούκια θα ήθελα ν’ αναφέρω ότι, κατά την άποψή μου, η δράση τους στην ελληνική επαρχία, εκτός από μέσο ψυχαγωγίας, υπήρξε πραγματικό σχολείο θεατρικής παιδείας και συνέβαλλε αποτελεσματικά στην αναβάθμιση του πολιτιστικού επιπέδου του λαού της υπαίθρου.

Φτωχικά και δύσκολα εκείνα τα χρόνια, αλλά σίγουρα όμορφα και παρά τις αντίξοες συνθήκες μας άφησαν ευχάριστες αναμνήσεις.

Οκτώβριος 2018

Θεολόγης Μ. Αμαξόπουλος

 

 

About asimantiellada

Ιστορίες & αφηγήσεις από το παρελθόν

Σχολιάστε