– Τα κάλαντα γενικώς είναι ένα από τα λίγα ίσως έθιμα που διατηρούνται αναλλοίωτα σε πολλές περιοχές της χώρας μας. Είναι έθιμο πανάρχαιο και συνδεδεμένο με τις μεγάλες
και χαρούμενες γιορτές της Χριστιανοσύνης. Ειδικά στα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα οι μικροί ή μεγάλοι «καλαντιστές», μέσα από το τραγούδι τους, εξιστορούν το γεγονός της γέννησης του Χριστού, ενώ ταυτόχρονα φροντίζουν να επαινέσουν και να ευχηθούν στον οικοδεσπότη. Το «παίνεμα» του οικοδεσπότη σχετίζεται ασφαλώς με το αναμενόμενο «φιλοδώρημά» του, που είναι επίσης χαρακτηριστικό του εθίμου. Σήμερα αυτό είναι συνήθως ένα μικρό ή μεγαλύτερο χρηματικό ποσό. Παλιότερα ωστόσο, ήταν κυρίως φαγώσιμα είδη, όπως γλυκά, πίτες, αυγά, λουκάνικα, φρούτα, κότες, κρασί κ.λ.π.
– Κάθε περιοχή της χώρας έχει τα δικά της χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Οι στίχοι διαμορφώνονται ανάλογα με το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα και η μουσική ανάλογα με την παράδοση του κάθε τόπου.
– Ειδικά, στους οικισμούς που κατοικούνται από Ανατολικοθρακιώτες πρόσφυγες, τα κάλαντα των Χριστουγέννων αποτελούσαν ανέκαθεν σημαντική εκδήλωση παράδοσης με ξεχωριστή ιδιαιτερότητα.
– Στο δικό μου, θρακιώτικο χωριό, τα κάλαντα λέγονταν ( και λέγονται) την παραμονή της μεγάλης γιορτής, από το απόβραδο και μέχρι πολύ αργά τη νύχτα. Άρχιζαν νωρίς το απόγευμα τα πολύ μικρά παιδιά (αγόρια και κορίτσια), σε ολιγομελείς ομάδες και ακολουθούσαν,αργότερα το βράδυ, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία νέοι (αποκλειστικά αγόρια), σε μία μόνο μεγάλη ομάδα καλαντιστών.
– Αυτή η πολυμελής ομάδα των μεγάλων αγοριών, έπρεπε να διατρέξει, απαραιτήτως, όλα τα σπίτια του οικισμού και στο τέλος της βραδιάς έκανε τον » απολογισμό» των «εσόδων» της, σε καφενείο του χωριού, όπου συνήθως στηνόταν και κάποιο γλέντι, με ποτά (κρασί-τσίπουρο) συνοδευμένα από μεζέδες που προέρχονταν από τα φιλοδωρήματα (λουκάνικα, καβουρμάς, πίτες, χοιρομέρι, κ.λ.π.).
-Αυτά τα κάλαντα της παραμονής των Χριστουγέννων, στο Ανατολικοθρακιώτικο χωριό της καταγωγής μου, λεγόταν ως εξής:
-Χριστός γεννιέται, χαρά στον κόσμο,
χαρά στον κόσμο, στους Αρχαγγέλους,
στους Αρχαγγέλους, στους Αποστόλους,
ώσπου να πάνε και να γυρίσουν,
γεννήθκε αφέντης, σαν ήλιος φέγγει,
σαν ήλιος φέγγει, σαν νιό φεγγάρι,
σαν νιο φεγγάρι, σαν παλικάρι.
-Εκεί που ακούμπησε ο Χριστός, χρυσό δεντρί εβγήκε
χρυσό δεντρί χρυσόκλωνο κι αργυροφουντωμένο
κι απλώσαν τα κλωνάρια του, σ’ Ανατολή και Δύση,
και τα περικλωνάρια του πέρα στη Σαλονίκη.
-Συμπληρωματικά, οι καλαντιστές, σε κάθε σπίτι τραγουδούσαν και κάποιους άλλους στίχους, τα λεγόμενα
«παινέματα», τα οποία προσαρμόζονταν ανάλογα με την
ύπαρξη στο σπίτι ανύπαντρης κόρης ή ελεύθερου παλικαριού.
-Αν στο σπίτι υπήρχε κόρη, τα κάλαντα συνεχίζονταν ως εξής:
-Προξενητάδες ήρθανε ,
‘πο μέσα ‘πο την Πόλη,
ρωτούνε και ξαναρωτούν,
που θα’ βρουν τέτοια κόρη.
Τέτοια ξανθιά,τέτοια σγουρή,
τέτοια γαϊτανοφρύδα,
που’ χει το μάτι σαν ελιά,
το φρύδι σαν γαϊτάνι,
που’ χει το ματοτσάμπερο
σαν της ελιάς το φύλλο..
– Αφού τελείωνε το «παίνεμα» της κόρης έκλειναν τον
καλαντισμό λέγοντας:
-Κι’ εμείς πολυχρονούμενοι ,
τ’ άξιο σας το κοράσι,
να ζήσει χρόνια περισσά,
και πάντα να περάσει
κι’ από τα χίλια κι’ ύστερα
ν’ ασπρίσει,να γεράσει.
Και του χρόνου!!!.
-Στην περίπτωση τώρα που στο σπίτι υπήρχε ανύπαντρος
νέος (παλικάρι) οι καλαντιστές τραγουδούσαν, ως εξής¨.
-Η μάνα που’ χει τον υιό,
τον ένα, τον μονάχο,
τον έλουζε, τον έπλενε
και στο σχολειό τον στέλνει,
να πα’ να μάθει γράμματα,
να πα’ να μάθει γνώση.
-Στο δρόμο που επήγαινε,
στη στράτα που διαβαίνει,
βρίσκει παιδιά να παίζουνε,
παιδιά να ρίχνουν πέτρες,
έκατσε να δοκιμαστεί,
να ρίξει στο σημάδι,
κόπηκε η φούντα τέσσερα,
και το γαϊτάνι πέντε.
-Τρέχει να πάει στη μάνα του,
με δάκρυα στα μάτια.
Υιέ μ’ που’ ναι τα γράμματα,
υιέ μ’ που’ ναι η γνώση.
-Τα γράμματα είναι στο χαρτί
κι ο νους μου πέρα τρέχει,
πέρα στις μαυρομάτισσες,
στις γαϊτανοφρυδούσες,
που’ χουν το μάτι σαν ελιά,
το φρύδι σα γαϊτάνι,.
που’ χουν το ματοτσάμπερο
σαν της ελιάς το φύλλο.
-Και μεις πολυχρονούμενοι,
τ’ άξιο σας παλικάρι,
να ζήσει χρόνια περισσά
και πάντα να περάσει,
κι από τα χίλια κι ύστερα
ν’ ασπρίσει να γεράσει.
-Και του χρόνου…………!!
-Ανάλογα με τη διάθεση,αλλά και την οικονομική δυνατότητα
του κάθε οικοδεσπότη, δινόταν η » αμοιβή » στους καλαντιστές
σε χρήματα ή και σε είδη τροφίμων ή ποτών.
-Στην περίπτωση που το φιλοδώρημα του οικοδεσπότη
ήταν γενναιόδωρο, οι καλαντιστές φρόντιζαν να τον
επιβραβεύσουν με κάποιο επιπλέον »παίνεμα», που
συνήθως ήταν το παρακάτω:
-Σ’ ένα σε πρέπει αφέντη μου
να γίνεις καπετάνιος,
να δρεμονίζεις τα φλουριά,
να κασκινίζεις τ’ άσπρα
και τ΄ αποσκινίδια τους
δώστα στα παλικάρια.
Θελ’ ας τα φάν,
θελ’ ας τα πιούν,
θελ’ ας τα τραγουδήσουν.-
– Είχαν, αναμφίβολα, μιά νοσταλγική ομορφιά κι’ ένα ξεχωριστό χρώμα τα Χριστούγεννα των πιo παλιών χρόνων, στα χωριά μας. Είναι καλό, νομίζω, να τα επαναφέρουμε στη μνήμη μας.!!!
– Και του χρόνου ΦΙΛΟΙ μου…
Ευχαριστούμε τον κ. Θεολόγο Αμαξόπουλο που μοιράστηκε μ’ εμάς το εξαιρετικό του άρθρο!
Πρόσφατα σχόλια