Μνήμες Γιαννάκου Μυλωνά από τον εμφύλιο πόλεμο

 Στουν ανταρτοπόλεμο πήα φαντάρους, μέσ τουν Οκτώμβρη. Μας έμασι του κράτους. Φκάλια έκουβαμι πουλές, τάφσαμι τα φκάλια. Του 47 πήαμι. Γώ απολύθκα του 49. Δυό χρόνια έκαμα. Πόλιμους. Γώ τραυματίσκα, άλλ σκουτώθκαν. Γω τραυματίσκα μι τη νάρκα. Την πάτσι σκοπευτής, κουντά ικεί ήμαν γω, μι πήραν τα βλήματα. Σκοπευτής πάει. Στουν ίδιου λόχου είμασταν πιρσοί χουριανοί. Παντιλής Μαμαλιόης, Μπουκάλα Σταυρής, Μάταρας, Πιτσιάνου, Τενεκές, Ζαχαρής, Καραγκιόζα, κι’ άλλ. αυτοί ήταν σι μιά ομάδα. Στην πρώτ διμοιρία. Γώ ήμαν στην τρίτ. Τώρα διμοιρίης έπιασαμι από ένα τομέα, πήαμι να πιάσουμι αντάρτ. Αντάρτ είχαν του βουνό, απάν απ’ τις Ασβιστάδις, σα φυλάκιου, να μην πάμι μέσα. Άμα παν ομάδις, αντάρτ συγκεντρώθκαν όλ μαζί. Σι λέει δα κάνουμι τι δα κάνουμι, δα χίβγουμι. Τώρα ομάδα που πάιζι απάνουτς, είχι τη μπρέντα μπρουστά κι τις ταινίες τις είχαν στην κουλουτζέπ καθένας. Αυτοί που ηταν πίσ άμα, χέφκαν. Αυτοί που ήταν μπρουστά, είχαν μια ταινία στη μπρέντα κι μια στην κουλουτζέπ. Τις έριξαν ύστιρα σήκουσαν τα χέρια καταπάν. Δεν είχαν να ρίξουν. Τις σκώτουσαν. Τέσσιρις στρατιώτ, του μαμαλιόζ Παντιλής, τις Μπουκάλας Σταυρής, ένας σεαντζιώτς, ένας τσιρικιώτς κι δυό μάηδις απού κείν τα χουριά. Έξ άτομα. Τις σκώτουσαν, πήαν κουντάτς, τις πυρουβόλσαν κι στου κιφάλ.κι’ έφκαν, πάν. Ύστιρα πήαν δικοί μας, άλλ δύναμη, τις πήραν τις σκουτουμέν. Τις πάν στου νοσοκομείου, στου Διμότικου. Ήταν μεγάλ Παρασκευή του 48. Τώρα μεις δα τις φέρουμι στου χουριό. Πήαμι, γώ μι του Ζαχαρούθ, στου διοικητή, δεν τις δίν. Έ τουν κερατά. Μας βάζ ένα μπαράζ. Όχ, λέει. Όπως οι άλλ, αστυνομικοί κι στρατιωτικοί, έτσ κι’αυτοί. Είχαν ένα μέρους ικεί, τις παράχουναν. Μα κύριε ταγματάρχα λέου, να του χουριό μας. Όχ. Τώρα παένουμι στου διμοιρίτ αυτούνους, τον ανθυπολοχαγό. Αυτός μας υποστήριζι. Λέμι δα πάρουμι κιαλνούς, Ούλ μαζί δα πιάσουμι. Μαζώχκαμι καμμιά δικαριά κι΄ανθυπολοχαγός. Πήαμι στου διοικητή. Ανθυπολοχαγός τουν λέει. Κύριε διοικητά, είνι κουντά. Αυτός πάλι όχ, δεν μπορώ. Αρχίμσαμι κι μείς να φουνάζουμι. Τα χουριά μας είνι κουντά. Ταχιά δα πάμι, δα μας πούν κανένας δεν ενδιαφέρκι. Γιατί κύριε διοικητά. Ύστιρα κι ανθυπολοχαγός λέει, να πάν. Καμμιάφρα λέει, άϊντι, να πάτι να γνωρίστι τις σκουτουμέν, στο νοσοκομείο. Αλλά να μην πάρτι λάθους. Πήαμι, Τσιρικιώτ, γκαργκαβουζοί κι γώ μι τουν Παντιλή το Χατζηγεωργακίδη, να γνουρίσουμι κάθι ένας τουν άθραπουτ. Παέζουμι πουλές, τους γνώρσαμι. Τουν Παντιλή γω τουν γνώρσα απ’ τα ρούχατ, κάθι μέρα μαζί είμασταν. Ούλνους τους πυρουβόλσαν κι στου κιφάλ. Παντιλής όμους, φαίνιτι κρατούσι κόμα, αυτό του καρτσούνιτ ιδώ, παρμένου. Τουν λιάνσαν. Τις πήραμι πουλές τις ίφιραμι στου χουριό, μ’ένα στρατιωτικό αυτοκίνητου. Τις ίφιραμι από δώ απ΄του τζεβιζλίκ. Γω κι Παντιλής (Χατζηγεωργακίδης) συνόδιβαμι τουν Παντιλή. Μηρικάδου κι του Τενεκέ Θανάης, συνόδιβαν του Σταβρή. Δυό άτουμα τουν καθένα. Τέσσερα άτομα έφιραμι. Ένα Τσιρικιώτ, ένα απ΄τη Σεάντζια κι δυό δικοί μας. Πρώτα πήαμι στη Σεάντζια. Άμα κατέφκαμι, όλου του χουριό όξου ήταν. Σταμάτσι τ΄αυτοκίνητου, ούλ, γυναίκις, άντροι, γιμάτου. Άμα έβλιπις τις γυναίκις, τις μπούλις που τις τραβούσαν κι τσίριζαν, κακό πράμα ρε πιδί. Αφού άφσαμι του Σεαντζιώτ, ήρταμι ιδώ. Πήαμι στην αστυνομία. Πήραμι του Στέργιου απ’ τα λημόρια. Ανέφκι απάν, μι λέει ποιός είνι Σταυρής. Αυτός. Άνοιξι του καπάκ, τουν ίδιει. Αστυνομία, γιμάτου κόσμου. Σταμάτσαμι καμπόσου ικεί, άϊντι στου μπαϊρ. Έν μπρουστά πήαμι του Σταυρή. Ούλους δρόμους γιμάτους. Να τσιρίζουν, να κάμουν, Έί Έ. Τουν Παντιλή τουν κατέβασαμι πις στις Γκαζέτας του σπίτ κι’ απουκεί τουν πήαν στου σπίτιτς μέσα. Αυλήτς ήταν γιμάτ κόσμου. Ύστιρα απού κεί πήαν τουν Τσιρικιώτ.

Ο Γιαννάκος ο Μυλωνάς γεννήθηκε στο Μποσνοχώρι (Παλιά Βύσσα) το 1915 και απεβίωσε στη Νέα Βύσσα το 2009. Τα παραπάνω γεγονότα είναι βγαλμένα από τα δικά του βιώματα και γράφτηκαν το Νοέμβριο του 2008, όπως ακριβώς ειπώθηκαν από τον ίδιο, με τη δική ντοπιολαλιά.

ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΜΑΡΑΣΛΗΣ

About asimantiellada

Ιστορίες & αφηγήσεις από το παρελθόν

Σχολιάστε