Η Ελένη Παφίτη είναι Kύπρια και μοιράστηκε μαζί μας την ιστορία της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο όπως την έζησαν οι γονείς της- η Σαλώμη και ο Γιώργος.
Η Ελένη μεγάλωσε γνωρίζοντας ότι οι γονείς της έζησαν από «πρώτο χέρι» τις δραματικές μέρες του ’74 όμως κάθε φορά που προσπαθούσε να μάθει κάτι περισσότερο, βρισκόταν αντιμέτωπη με την απροθυμία και των δυο να μιλήσουν γι’ αυτό. Το τι έζησαν το έμαθε μετά από δεκαετίες… Ένα καλοκαιρινό βράδυ και ενώ η Ελένη κοίμιζε τα παιδιά της στο δίπλα δωμάτιο, ο πατέρας της αφηγήθηκε στο γαμπρό του τον Κωνσταντίνο (και σύζυγο της Ελένης) όλα όσα εκείνος και η κατοπινή του σύζυγος πέρασαν εκείνες τις ημέρες που άλλαξαν τις ζωές τους για πάντα. Την επόμενη μέρα ο Κωνσταντίνος μετέφερε με συγκίνηση και θαυμασμό τα λόγια του πεθερού του στη σύζυγό του η οποία μας τα εμπιστεύτηκε.
Ο Γιώργος Παφίτης και η Σαλώμη Σάββα – Παφίτη ήταν τότε φοιτητές Ιατρικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και είχαν πάει στην Κύπρο το καλοκαίρι του ’74 για ν’ αρραβωνιαστούν.
Όταν στις 20 Ιουλίου άρχισε η τουρκική εισβολή ο Γιώργος έφυγε από το σπίτι του με φύλλο πορείας για να παρουσιαστεί στο στρατό μέσα σε κλίμα ανησυχίας και αναταραχής. Όπως αφηγήθηκε ο ίδιος: «Μας έδωσαν όπλα πεπαλαιωμένα, μαρτίνια που ήταν για το… μουσείο. Το δικό μου όπλο ήταν δεμένο με σπάγκο (!) Μας χώρισαν σε ομάδες των δέκα ατόμων και μας έστειλαν να καταλάβουμε το Αμπελικού. Δε συναντήσαμε ισχυρή αντίσταση. Πήραμε διαταγή να κατευθυνθούμε προς τη Λεύκα. Μετά από δυο μέρες στη Λεύκα ανεβήκαμε πάλι στα φορτηγά για να μεταφερθούμε προς τη Κερύνεια. Παρά το γεγονός ότι είχε ανακοινωθεί ήδη από τις 22 Ιουλίου συμφωνία για εκεχειρία τα τουρκικά στρατεύματα συνέχιζαν την προέλαση. Ξημερώματα της εορτής του Σωτήρος, 6 Αυγούστου 1974 άρχισε η επίθεση των τουρκικών στρατευμάτων για κατάληψη της Λαπήθου και του Καραβά. Τα πυρά που δεχόμασταν ήταν καταιγιστικά. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Τα πυρομαχικά μας τελείωναν. Ήταν φανερό ότι η μάχη ήταν άνιση και χαμένη εκ των προτέρων. Πήραμε αυτόβουλα την απόφαση να αποσυρθούμε. Από τα τέσσερα φυλάκια που επανδρώναμε, το ένα εξοντώθηκε, αφού είχαν πέσει όλμοι.Οι στρατιώτες των άλλων δυο πιάστηκαν αιχμάλωτοι, ενώ εμείς που ήμασταν στο τέταρτο φυλάκιο φύγαμε μέσα από τα περιβόλια με τις λεμονιές και τις πορτοκαλιές προς τη θάλασσα. Στην παραλία συναντήσαμε στρατιώτες και από άλλους λόχους που είχαν δεχτεί πυρά. Όλμοι και οβίδες μας έπλητταν από αεροπλάνα και πλοία. Ένας ελλαδίτης αξιωματικός μας συνέστησε να μη χρησιμοποιούμε ασυρμάτους γιατί οι Τούρκοι είχαν τους κωδικούς μας και θα υπέκλεπταν ό,τι λέγαμε. «Είμαστε αποκομμένοι και ο σώζων εαυτόν σωθήτω» μας είπε. Θυμάμαι πολύ έντονα αυτή τη φράση. Προβληματιζόμασταν τι να κάνουμε. Άλλοι έλεγαν να φύγουμε προς τη θάλασσα, άλλοι προς το βουνό. Όμως καραδοκούσαν τουρκικά στρατεύματα και προς τη μια και προς την άλλη κατεύθυνση. Ήμασταν περικυκλωμένοι σε σχήμα πετάλου. Αποφασίσαμε να φύγουμε προς τη θάλασσα, παραλιακά, μέσω Πανάγρων. Είχαμε συγκεντρωθεί περί τα 25 άτομα και ξεκινήσαμε ενώ πραγματοποιούνταν σφοδροί βομβαρδισμοί. Στο δρόμο βρήκαμε νεκρούς πολυβολητές που είχαν εξοντωθεί μαζικά. Ήταν 6-7 στρατιώτες σε συστοιχία πολυβόλων, που πλήγηκαν από όλμους και οβίδες. Όσοι μπορούσαν να προχωρήσουν συνέχιζαν την πορεία, οι υπόλοιποι έμεναν πίσω είτε κτυπημένοι από τους βομβαρδισμούς, είτε καλυπτόμενοι πίσω από βράχους και σε σπηλιές. Χρειάστηκε να περπατήσουμε πολύ, αλλά και να κολυμπήσουμε για να φτάσουμε στην Πανάγρα. Από τους 25 τα είχαμε καταφέρει μόνο οι τρεις. Και οι τρεις ποδοσφαιριστές του σωματείου Διγενής Ακρίτας Μόρφου. Είχα κι εγώ πληγωθεί ελαφριά στο πόδι από θραύσμα βράχου όταν έπεφταν οβίδες και όλμοι. Στην Πανάγρα συναντήσαμε την 31 Μοίρα Καταδρομών που είχε καταλάβει το ύψωμα. Τους πληγωμένους μας έβαλαν σε ασθενοφόρο και μας μετέφεραν στη Μύρτου, σε σπίτι που είχε μετατραπεί σε πρόχειρο ιατρείο. Εκεί ήταν ο χειρουργός Θεοδόσης Λοϊζίδης ο οποίος έκανε στα γρήγορα καθαρισμό και επιδέσεις τραυμάτων. Όταν έμαθε ότι ήμουν φοιτητής Ιατρικής μου ζήτησε να μείνω μαζί του για να τον βοηθήσω.
Εν τω μεταξύ η αρραβωνιαστικιά του η Σαλώμη έμαθε ότι ο Γιώργος είχε τραυματιστεί και ήρθε στη Μύρτου ώστε να τον συναντήσει και να βοηθήσει και με τη φροντίδα των άλλων τραυματιών. Προκαλούν ανατριχίλα οι σκηνές που περιγράφουν, με τους τραυματίες που έφταναν στο πρόχειρο ιατρικό κέντρο της Μύρτου. «Είχαμε πολλούς τραυματίες. Θυμάμαι έναν χαρακτηριστικά που ήταν διάτρητη η ράχη του. Είχε χτυπηθεί στο στήθος από θραύσματα, τα οποία διαπέρασαν το κορμί του και βγήκαν από τη ράχη. Στη θέση των οπών αναδύονταν φυσαλίδες σαν σαπουνιά. Τελικά πέθανε ο άνθρωπος αυτός, αλλά το θέαμα ήταν φοβερό» ομολογεί ο Γιώργος Παφίτης. Μέσα στην τρέλα του πολέμου δεν μπορούσαν να μην επηρεαστούν ψυχολογικά οι άνθρωποι μας λέει η Σαλώμη Σάββα-Παφίτη: «Μιαν από τις νύχτες μας έφεραν τραυματία που τα είχε χαμένα. Είπαν τότε να κλειδώσουν τα όπλα, μήπως και πάρει κανένα όπλο και αυτοπυροβοληθεί ή προξενήσει κακό σε άλλους.»
Δεν είχαν πρόθεση να φύγουν από το ιατρικό κέντρο της Μύρτου, ενόσω συνέχιζαν να τους φέρνουν τραυματίες. Δεν μπορούσαν να τους αφήσουν αβοήθητους. Φάνηκαν όμως τυχεροί, όπως αναφέρει η Σαλώμη: «Πολύ κοντά σε μας διεξάγονταν μάχες και βομβαρδισμοί. Από το μυαλό μου δεν περνούσε η σκέψη ότι κινδύνευα. Ίσως επειδή ήμουν και άνθρωπος της Εκκλησίας, εναπόθετα τις ελπίδες μου στον Θεό. Ύστερα από 5-6 μέρες ήρθε ένας ηλικιωμένος ο οποίος είχε το γιο του τραυματία στο πρόχειρο ιατρείο. «Κόρη μου, οι Τούρκοι προχωρούν, δε μπορείς να προσφέρεις σε στρατιωτικές επιχειρήσεις. Τι κάνεις εδώ;» μου είπε. Πείστηκα ότι ήταν καλύτερα να φύγω μαζί με τους τραυματίες. Την επόμενη μέρα έτυχε να φύγει και ο Γιώργος. Είχαν φέρει έναν βαριά τραυματία από το Αγριδάκι και του είπε ο γιατρός Θεοδόσης Λοϊζίδης να τον συνοδεύσει στην Κυπερούντα. Όταν έφτασαν εκεί, έσπασε η γραμμή άμυνας και άρχισε η άτακτη οπισθοχώρηση, κατά τη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής, στις 14 Αυγούστου 1974. Ευτυχώς πρόλαβε να φύγει και ο γιατρός Θεοδόσης Λοϊζίδης μαζί με τους υπόλοιπους 4-5 τραυματίες. Ήταν ζήτημα ωρών να πιαστούμε αιχμάλωτοι.
Όταν έληξαν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, ο Γιώργος Παφίτης απολύθηκε από το στρατό, αλλά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις σπουδές του προκειμένου να εργαστεί αφού ήταν πια πρόσφυγες, ενώ η Σαλώμη Σάββα-Παφίτη, πήρε το πτυχίο της και έγινε παιδίατρος.
Πρόσφατα σχόλια